ακεραιούμαι

ακεραιούμαι
ἀκεραιοῡμαι (-όομαι) (Μ) [ἀκέραιος]
είμαι ακέραιος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ακέραιος — Ολόκληρος, πλήρης, ανέπαφος, σώος· ανόθευτος, άδολος, τίμιος. (Μαθημ.) Α. αριθμός. Οι α. θετικοί ή φυσικοί αριθμοί αποτελούν ένα από τα θεμέλια της μαθηματικής επιστήμης και πρέπει να θεωρούνται προμαθηματικές έννοιες που έχουν αποκτηθεί από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”